Informations
Administratives
20.09.2001
N° 83-2001
COMMISSION, TOUS LIEUX D'AFFECTATION
Sommaire  
 

ΝΕΕΣ ΡΥΘΜΙΣΕΙΣ ΓΙΑ ΤΗΝ ΥΠΟΒΟΛΗ ΚΑΙ ΤΗΝ ΔΙΕΚΠΕΡΑΙΩΣΗ ΤΩΝ ΑΙΤΗΣΕΩΝ ΚΑΙ ΤΩΝ ΕΝΣΤΑΣΕΩΝ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 90 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΚΑΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 90 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΥΚ

Πληροφορείται το προσωπικό ότι, από τις 15 Σεπτεμβρίου 2001, κάθε αίτηση ή ένσταση πρέπει να υποβάλλεται απευθείας, για καταχώρησή της, στη διοικητική μονάδα κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ("Μονάδα ΚΥΚ" ΓΔ ADMIN.B.2), Sc 11 5/45, αντί της Γενικής Γραμματείας.

Το μέτρο αυτό ελήφθη προκειμένου η διεκπεραίωση των αιτήσεων και των ενστάσεων να μπορεί να γίνεται άμεσα.

Στο παρακάτω κείμενο παρατίθενται όλες οι πληροφορίες που αφορούν τις αιτήσεις και τις ενστάσεις, περιλαμβανομένων των νέων λεπτομερειών υποβολής τους.

Για να διευκολύνεται η διαδικασία, ο ενδιαφερόμενος θα συμπληρώνει ένα έντυπο, το οποίο θα χρησιμεύει ως συνοδευτικό εξώφυλλο κάθε αντίγραφου της αιτήσεως ή της ενστάσεως. Αντίγραφο αυτού του εντύπου υπάρχει πιο κάτω και μπορεί να ζητηθεί από τη διοικητική μονάδα ΚΥΚ. Υπάρχει επίσης στην εφαρμογή GINA.  

ΑΙΤΗΣΗ
1. ΕΝΝΟΙΑ
2. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ
3. ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

ΕΝΣΤΑΣΗ
4.
ΕΝΝΟΙΑ
5. ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ
6. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

 

ΑΙΤΗΣΕΙΣ ΚΑΙ ΕΝΣΤΑΣΕΙΣ ΒΑΣΕΙ ΤΟΥ ΑΡΘΡΟΥ 90 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 1 ΚΑΙ 90 ΠΑΡΑΓΡΑΦΟΣ 2 ΤΟΥ ΚΥΚ

Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης(1) μπορεί να απευθυνθεί στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (στο εξής «ΑΔΑ» ή «αρμόδια αρχή») υποβάλλοντας

  • αίτηση με την οποία ζητεί την έκδοση απόφασης από την αρμόδια αρχή·
  • ένσταση με την οποία επιδιώκει την ακύρωση ή τροποποίηση αποφάσεως που ελήφθη από την αρμόδια αρχή, περιλαμβανομένης της απορρίψεως μιας αιτήσεως, η οποία συνιστά πράξη που θίγει τα συμφέροντά του.

ΑΙΤΗΣΗ

  1. ΕΝΝΟΙΑ

    Με την αίτηση, βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 1 του ΚΥΚ, ο υπάλληλος (ή κάποιο από τα αναφερόμενα στον ΚΥΚ πρόσωπα) ζητεί από την αρμόδια αρχή τη λήψη απόφασης που να τον αφορά.

    Παραδείγματα:

    • αίτηση για αποζημίωση εγκατάστασης·

    • αίτηση για τη σύνταξη έκθεσης βαθμολόγησης.

    Επομένως, αντικείμενό της είναι η έκδοση απόφασης από μέρους της αρμόδιας αρχής. Η τελευταία μπορεί είτε να ικανοποιήσει το αίτημα του ενδιαφερομένου, είτε, απορρίπτοντας την αίτησή του, να ανοίξει κατ’αυτόν τον τρόπο το δρόμο για την ένσταση.

    Σε καμία περίπτωση δεν μπορεί η αίτηση να έχει ως αντικείμενο την αναθεώρηση απόφασης που έχει ήδη εκδοθεί.

     

  2. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ

    2.1. Ποιος μπορεί να υποβάλει αίτηση:

    Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον «Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων» και, κατ’αναλογία, οι έκτακτοι υπάλληλοι, οι επικουρικοί υπάλληλοι και οι ειδικοί σύμβουλοι που διέπονται από το «καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού» («ΚΛΠ»), μπορούν να υποβάλουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) ή, αντίστοιχα, στην αρμόδια αρχή για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης (ΑΑΣΣ), αίτηση βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 1 ΚΥΚ.

    Στα πρόσωπα που αναφέρονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι και το λοιπό προσωπικό που είναι εν ενεργεία, αλλά επίσης άλλες κατηγορίες προσώπων, όπως είναι οι δόκιμοι υπάλληλοι που δεν έχουν ακόμη μονιμοποιηθεί, οι πρώην μόνιμοι και άλλοι υπάλληλοι, οι έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα σε περίπτωση θανάτου, οι υποψήφιοι διαγωνισμού.(2)

    2.2. Αποδέκτης:

    Αποδέκτης της αιτήσεως, είτε αυτό γίνεται ρητά είτε σιωπηρά, είναι η ΑΔΑ(3). Έτσι, το σημείωμα με το οποίο γίνεται η αίτηση αποτελεί ένα σημείωμα υπόψη της ΑΔΑ, το οποίο φέρει τη μνεία «αίτηση του άρθρου 90 παράγραφος 1 ΚΥΚ». Η εξουσία που παρέχεται στην ΑΔΑ από το άρθρο 90 παράγραφος 1 ΚΥΚ ασκείται από τα πρόσωπα που ορίζονται στην απόφαση της Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 1998. (Διοικητικές Πληροφορίες αριθ. 1031 της 23ης Φεβρουαρίου 1998).

    2.3. Τόπος υποβολής και διατυπώσεις:

    Η αίτηση πρέπει να υποβάλλεται στη διοικητική μονάδα κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης ("Μονάδα ΚΥΚ" ΓΔ ADMIN.B.2), στη διεύθυνση Sc 11 5/45.

    Όσον αφορά την ημερομηνία κατάθεσης της αίτησης λαμβάνεται υπόψη η σφραγίδα πρωτοκόλλου της μονάδας αυτής.

    Προκειμένου να διευκολύνεται η διαδικασία, ο ενδιαφερόμενος συμπληρώνει ένα έντυπο (βλέπε πιο κάτω) κατάθεσης της αίτησής του. Εάν ο ενδιαφερόμενος έχει την ιδιότητα μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, θα πρέπει να ακολουθεί επίσης ένα αντίγραφο δια της ιεραρχικής οδού, εκτός εάν το αντικείμενο της αίτησης είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα ή αφορά καθαρά προσωπικό ή οικογενειακό θέμα.

    2.4. Προθεσμία υποβολής:

    Η αίτηση μπορεί να υποβληθεί οποτεδήποτε. Ωστόσο, με την υποβολή αίτησης που έχει το ίδιο αντικείμενο με προηγούμενη αίτηση ή ένσταση, η οποία έχει παραμείνει χωρίς απάντηση ή έχει λάβει αρνητική απάντηση, δεν μπορεί να αρχίσει να τρέχει νέα προθεσμία προβλεπόμενη από το άρθρο 90 παράγραφος 2 ΚΥΚ για την υποβολή ένστασης (βλ. πιο κάτω σημείο 3.2).

    2.5. Μορφή και περιεχόμενο:

    Η μορφή, η οποία εξάλλου δεν υπόκειται σε κανέναν ιδιαίτερο όρο, δεν αποτελεί αποφασιστικό παράγοντα για το χαρακτηρισμό της αίτησης. Μόνο το περιεχόμενό της καθορίζει τη φύση της. Έτσι, ακόμη και αν υποβάλλεται με τίτλο «αίτηση», στην περίπτωση που καλεί τη Διοίκηση να αναθεωρήσει προηγούμενη απόφαση, θα μπορεί να χαρακτηριστεί από τη Διοίκηση ως ένσταση.

    Η αίτηση θα πρέπει, καταρχήν, να αναφέρει κατά πόσον πρόκειται για αίτηση βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 1 ΚΥΚ, να περιλαμβάνει τα στοιχεία του ενδιαφερομένου, το αντικείμενό της καθώς και τους λόγους στους οποίους στηρίζεται, τον τόπο την ημερομηνία και την υπογραφή του. Στην αίτηση πρέπει να επισυνάψετε κάθε στοιχείο που επιτρέπει την καλύτερη κατανόηση του προβλήματος. 

     

  3. ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

    3.1. Επεξεργασία της αίτησης:

    Η επεξεργασία της αίτησης δεν περιλαμβάνει καμία ιδιαίτερη διαδικασία. Συνεπάγεται απλώς την εξέταση του αντικειμένου της αίτησης από την αρμόδια για τη λήψη αποφάσεως υπηρεσία, και τις επαληθεύσεις που είναι ενδεχομένως αναγκαίες για την έκδοση της απόφασης.

    Η μονάδα κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης διαβιβάζει στον ενδιαφερόμενο απόδειξη παραλαβής της αίτησης, στο μέτρο του δυνατού με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

    3.2. Απόφαση και προθεσμίες:

    Η απόφαση που εκδίδεται από την αρμόδια αρχή πρέπει να είναι αιτιολογημένη και κοινοποιείται στον ενδιαφερόμενο χωρίς ιδιαίτερες διατυπώσεις, εντός τεσσάρων μηνών από την ημερομηνία υποβολής της αίτησης.

    Για τον υπολογισμό των προθεσμιών λαμβάνεται υπόψη η ημερομηνία καταχώρησης στο πρωτόκολλο της μονάδας ΚΥΚ.

    Κατά της απόρριψης της αίτησης, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει ένσταση εντός τριών μηνών από την κοινοποίηση της απόφασης.

    Η απουσία απάντησης στην αίτηση σημαίνει, κατά την εκπνοή της προθεσμίας τεσσάρων μηνών που διαθέτει η ΑΔΑ για την έκδοση της απόφασής της, σιωπηρή απόρριψη της αίτησης. Μια τέτοια απόφαση μπορεί επίσης να αποτελέσει το αντικείμενο ένστασης, η οποία πρέπει να κατατεθεί εντός προθεσμίας τριών μηνών από τη σιωπηρή απορριπτική απόφαση. Η εκπρόθεσμη απόφαση της ΑΔΑ (πέραν της προθεσμίας των τεσσάρων μηνών) δεν οδηγεί σε νέα έναρξη της προθεσμίας των τριών μηνών που διαθέτει ο ενδιαφερόμενος για την υποβολή της ένστασής του.

     

    ΕΝΣΤΑΣΗ

     

  4. ΕΝΝΟΙΑ

    Υποβάλλοντας ένσταση βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 2 του ΚΥΚ(4), ο υπάλληλος αμφισβητεί απόφαση της αρμόδιας αρχής η οποία θίγει τα συμφέροντά του· είτε επειδή η αρμόδια αρχή έλαβε ρητή ή σιωπηρή απορριπτική απόφαση, είτε παρέλειψε να λάβει το επιβαλλόμενο από τον ΚΥΚ μέτρο:

    Παραδείγματα:

    • ένσταση κατά της απόρριψης αιτήσεως επιστροφής ιατρικών εξόδων·

    • ένσταση που αμφισβητεί την απόφαση καθορισμού της κατάταξης υπαλλήλου σε βαθμό ή κλιμάκιο·

    • ένσταση κατά απόφασης να μην καταβληθούν ημερήσιες αποζημιώσεις κατά την πρόσληψη.

    Αντίθετα προς την αίτηση, η ένσταση προϋποθέτει την ύπαρξη προηγούμενης διοικητικής πράξης εκ μέρους της αρμόδιας αρχής. Για να μπορεί η πράξη αυτή να αμφισβητηθεί θα πρέπει να είναι οριστική (καθώς οι προπαρασκευαστικές πράξεις δεν μπορούν να προσβληθούν) και να θίγει ορισμένο πρόσωπο ατομικά (ο ενδιαφερόμενος πρέπει να έχει προσωπικό, έννομο, άμεσο, γεγεννημένο και ενεστώς συμφέρον για την ακύρωση ή τροποποίηση της απόφασης).

    Πρέπει να τονιστεί ότι η ένσταση αποτελεί το ένα και μοναδικό μέσο που προβλέπεται από τον ΚΥΚ με το οποίο μπορεί ο υπάλληλος/μέλος του λοιπού προσωπικού να θέσει σε αμφισβήτηση απόφαση της αρμόδιας αρχής η οποία, κατά τη γνώμη του, τον θίγει ατομικά στα εκ του ΚΥΚ απορρέοντα δικαιώματά του. Οποιαδήποτε αίτηση αναθεώρησης ή επανεξέτασης μιας τέτοιας απόφασης πρέπει συνεπώς να θεωρείται ως ένσταση, ενόψει τήρησης των παρακάτω αναφερομένων προθεσμιών(5).

     

  5. ΌΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΟΝ ΕΝΔΙΑΦΕΡΟΜΕΝΟ

    5.1. Ποιος μπορεί να υποβάλει ένσταση:

    Κάθε πρόσωπο που αναφέρεται στον «Κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης των υπαλλήλων των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων», και κατ’αναλογία, οι έκτακτοι υπάλληλοι, οι επικουρικοί υπάλληλοι και οι ειδικοί σύμβουλοι που διέπονται από το «καθεστώς που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού» («ΚΛΠ»), μπορούν να υποβάλουν στην αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ΑΔΑ) ή, αντίστοιχα, στην αρμόδια αρχή για τη σύναψη των συμβάσεων πρόσληψης (ΑΑΣΣ), αίτηση βάσει του άρθρου 90 παράγραφος 2 ΚΥΚ.

    Στα πρόσωπα που αναφέρονται στον κανονισμό υπηρεσιακής κατάστασης συμπεριλαμβάνονται όχι μόνο οι προαναφερόμενοι υπάλληλοι και λοιπό προσωπικό που είναι εν ενεργεία, αλλά επίσης άλλες κατηγορίες προσώπων, όπως είναι οι δόκιμοι υπάλληλοι που δεν έχουν ακόμη μονιμοποιηθεί, οι πρώην μόνιμοι και άλλοι υπάλληλοι, οι έλκοντες εξ αυτών δικαιώματα σε περίπτωση θανάτου, οι υποψήφιοι διαγωνισμού.(6)

    5.2. Αποδέκτης:

    Αποδέκτης της ένστασης είναι, είτε ρητά είτε σιωπηρά, η ΑΔΑ(7). Έτσι, το σημείωμα με το οποίο κατατίθεται η ένσταση θα πρέπει να αναφέρει ή θα θεωρείται ότι αναφέρει ότι πρόκειται για σημείωμα υπόψη της ΑΔΑ. Η εξουσία που παρέχεται στην ΑΔΑ από το άρθρο 90 παράγραφος 2 ΚΥΚ ασκείται από τα πρόσωπα που ορίζονται στην απόφαση της Επιτροπής της 21ης Ιανουαρίου 1998 (διοικητικές πληροφορίες αριθ. 1031 της 23ης Φεβρουαρίου 1998(8) ).

    5.3. Τόπος υποβολής και διατυπώσεις:

    Η ένσταση πρέπει να υποβάλλεται στη διοικητική μονάδα κανονισμού υπηρεσιακής κατάστασης (ΓΔ ADMIN.B.2), στη διεύθυνση Sc 11 5/45.

    Εάν ο ενδιαφερόμενος έχει την ιδιότητα μονίμου υπαλλήλου ή μέλους του λοιπού προσωπικού, ο ΚΥΚ προβλέπει ότι ένα επιπλέον αντίγραφο της ένστασης πρέπει να υποβληθεί δια της ιεραρχικής οδού, εκτός εάν το αντικείμενο της ένστασης αφορά τον ιεραρχικά άμεσο προϊστάμενό του· στην περίπτωση αυτή, η ένσταση υποβάλλεται απευθείας στην αμέσως ανώτερη αρχή. Αυτό το αντίγραφο της ένστασης διαβιβάζεται επίσης στη διοικητική μονάδα ΚΥΚ. Ωστόσο, η χρησιμοποίηση της ιεραρχικής οδού δεν είναι αναγκαία όταν το θέμα της ένστασης είναι εμπιστευτικού χαρακτήρα ή πρόκειται για θέμα προσωπικό ή οικογενειακό.

    5.4. Προθεσμία υποβολής:

    Η ένσταση πρέπει να κατατίθεται εντός προθεσμίας τριών μηνών. Η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει:

    • από την ημέρα δημοσίευσης της πράξης, εάν πρόκειται για μέτρο γενικού χαρακτήρα·

    • από την ημέρα της κοινοποίησης της απόφασης στον παραλήπτη και οπωσδήποτε, το αργότερο από την ημέρα κατά την οποία ο ενδιαφερόμενος έλαβε γνώση της απόφασης, εάν πρόκειται για μέτρο ατομικού χαρακτήρα· ωστόσο, αν πράξη ατομικού χαρακτήρα μπορεί να θίξει πρόσωπο διαφορετικό από τον παραλήπτη, η προθεσμία αυτή αρχίζει να τρέχει έναντι του εν λόγω προσώπου από την ημέρα κατά την οποία αυτό έλαβε γνώση της απόφασης, και οπωσδήποτε το αργότερο από την ημέρα της δημοσίευσής της·

    • από την ημερομηνία εκπνοής της προθεσμίας απάντησης όταν η ένσταση αφορά σιωπηρή απόφαση απόρριψης μιας αίτησης.

    Οι διατάξεις για τις προθεσμίες είναι δημόσιας τάξης και δεν εξαρτώνται από τα μέρη. Το γεγονός ότι η αρμόδια αρχή εξετάζει, σε απάντησή της, την ουσία μιας εκπρόθεσμα υποβληθείσας και επομένως απαράδεκτης ένστασης, δεν μπορεί να έχει ως αποτέλεσμα την παρέκκλιση από την τήρηση των προθεσμιών και την ανασύσταση δικαιώματος προσφυγής το οποίο κατά τα άλλα έχει λήξει.

    Όσον αφορά την ημερομηνία κατάθεσης της ένστασης, από την οποία αρχίζουν να τρέχουν οι προθεσμίες, λαμβάνεται υπόψη η σφραγίδα καταχώρησης στο πρωτόκολλο της διοικητικής μονάδας ΚΥΚ. Δεν θα λαμβάνεται υπόψη ο χρόνος αποστολής είτε με κανονικό είτε με εσωτερικό ταχυδρομείο.

    Οι πράξεις οι οποίες δεν περιέχουν κανένα νέο στοιχείο σε σχέση με προηγούμενη πράξη λήψεως αποφάσεως, έχουν χαρακτήρα καθαρά επιβεβαιωτικό της τελευταίας και ως εκ τούτου δεν μπορούν να έχουν ως αποτέλεσμα την παροχή νέας προθεσμίας προς όφελος του υπαλλήλου/μέλους του λοιπού προσωπικού.

    5.5. Μορφή και περιεχόμενο:

    Όπως και για την αίτηση, η ένσταση χαρακτηρίζεται όχι από τη μορφή της, αλλά από τη φύση και το περιεχόμενό της.

    Η ένσταση πρέπει, καταρχήν, να περιλαμβάνει τα στοιχεία ταυτότητας του ενδιαφερομένου, να αναφέρει την προσβαλλόμενη πράξη και το αντικείμενό της καθώς και τους λόγους και τα επιχειρήματα επί των οποίων στηρίζεται, τον τόπο, την ημερομηνία και την υπογραφή του ενδιαφερομένου. Σε επισυναπτόμενο παράρτημα θα πρέπει να περιλαμβάνονται τα έγγραφα που επιτρέπουν μία καλή εκτίμηση των εκτιθέμενων προβλημάτων.

     

  6. ΟΣΟΝ ΑΦΟΡΑ ΤΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ

6.1. Επεξεργασία της ένστασης:

Οι ενστάσεις οι οποίες έχουν καταχωρηθεί κανονικά συγκεντρώνονται στη διοικητική μονάδα ΚΥΚ η οποία τις επεξεργάζεται ενόψει έγκρισης μιας απάντησης εκ μέρους της ΑΔΑ.

Η μονάδα ΚΥΚ διαβιβάζει στον ενδιαφερόμενο απόδειξη παραλαβής της ένστασης, στο μέτρο του δυνατού με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο.

Παράλληλα, η μονάδα ΚΥΚ συλλέγει, από τις υπηρεσίες που έλαβαν την αμφισβητούμενη απόφαση ή που εμπλέκονται σ’αυτήν, κάθε χρήσιμη πληροφορία για την επεξεργασία του φακέλου.

Οι ενστάσεις που αφορούν το κοινό καθεστώς υγειονομικής ασφάλισης υποβάλλονται πλέον, για διατύπωση γνώμης, στην επιτροπή διαχείρισης της υγειονομικής ασφάλισης.

Η μονάδα ΚΥΚ έχει τη δυνατότητα, καταρχήν και σε συνάρτηση με τις ανάγκες, να διοργανώσει συνεδρίαση στην οποία καλούνται ο ενιστάμενος, οι αρμόδιες υπηρεσίες της αμφισβητούμενης απόφασης, ο μεσολαβητής καθώς και εκπρόσωποι του προσωπικού διοριζόμενοι από την κεντρική επιτροπή προσωπικού. Στη σύσκεψη αυτή, ο ενιστάμενος θα έχει την ευχέρεια να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή των περιστατικών και να εκθέσει τα επιχειρήματα που αναφέρονται στην ένστασή του. Μπορεί να συνοδεύεται από πρόσωπο της επιλογής του ή από νομικό σύμβουλο (δικηγόρο). Η εν λόγω συνεδρίαση δεν αποτελεί διαιτητική αρχή ούτε φορέα λήψης αποφάσεων και περιορίζεται στο να παρέχει σε όλα τα ενδιαφερόμενα μέρη τη δυνατότητα να εκφραστούν προκειμένου να δοθεί ορισμένη κατεύθυνση στο σχέδιο αποφάσεως.

Μετά την προαναφερόμενη σύσκεψη ή μόλις ο φάκελος είναι ώριμος, καταστρώνεται ένα σχέδιο απάντησης. Το σχέδιο αυτό, αφού τύχει γνωμοδότησης της νομικής υπηρεσίας και, κατά περίπτωση, του δημοσιονομικού ελέγχου, διαβιβάζεται για λήψη αποφάσεως, εάν μεν είναι αρνητική στο μέλος της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένο με τα θέματα προσωπικού και διοίκησης (ή στην Επιτροπή εάν η αμφισβητούμενη απόφαση έχει ληφθεί από την ίδια). Εάν όμως η σχεδιαζόμενη απάντηση είναι θετική, η απόφαση καταρχήν θα ληφθεί από το Γενικό Διευθυντή προσωπικού και διοίκησης. Οι εκπρόσωποι του προσωπικού που διορίζονται για να συμμετάσχουν στις διυπηρεσιακές συσκέψεις θα τηρούνται ενήμεροι για τη συνέχεια (θετική ή αρνητική) που δόθηκε στις ενστάσεις.

6.2. Απόφαση και προθεσμίες:

Η ΑΔΑ διαθέτει προθεσμία τεσσάρων μηνών από την ημέρα κατάθεσης της ένστασης για να απαντήσει. Κατά την εκπνοή της προθεσμίας αυτής, η απουσία απάντησης ισοδυναμεί με σιωπηρή απορριπτική απόφαση. Κατά της απόφασης απόρριψης της ένστασης, τόσο της ρητής όσο και της σιωπηρής, ο ενδιαφερόμενος μπορεί να υποβάλει προσφυγή στο Πρωτοδικείο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων εντός προθεσμίας τριών μηνών, που αρχίζει να τρέχει από την ημερομηνία κοινοποίησης της απάντησης στην ένσταση ή από την ημερομηνία της σιωπηρής απόρριψής της.

Στην περίπτωση που μία ρητή απόφαση απόρριψης της ενστάσεως ληφθεί σε χρόνο μεταγενέστερο της σιωπηρής απορριπτικής απόφασης, αλλά εντός της προθεσμίας τριών μηνών για την κατάθεση προσφυγής (χωρίς να έχει μεσολαβήσει προσφυγή), τότε προκαλεί την έναρξη νέας προθεσμίας τριών μηνών για την κατάθεση προσφυγή ενώπιον του Πρωτοδικείου.

Η απάντηση στην ένσταση διαβιβάζεται στον ενδιαφερόμενο ή στο βοηθό/προϊστάμενο της μονάδας ανθρώπινων πόρων της Γενικής Διεύθυνσης ή της Υπηρεσίας του ενδιαφερομένου, ή, στην περίπτωση των υπαλλήλων/μελών του λοιπού προσωπικού που είναι τοποθετημένοι σε χώρες εκτός της Ένωσης, στον προϊστάμενο της Αντιπροσωπείας, οι οποίοι υπογράφουν την απόδειξη παραλαβής. Συμπληρωματικά, ο ενδιαφερόμενος ή ο δικηγόρος του μπορούν να ενημερωθούν, με ηλεκτρονικό ταχυδρομείο, σχετικά με την αποστολή της απαντήσεως στην ένσταση που υπεβλήθη δια της ιεραρχικής οδού.


Footnotes

1. Καθώς και στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό.

2. Οι τοπικοί υπάλληλοι - εφόσον προβλέπεται από τις ρυθμίσεις που καθορίζουν τους όρους απασχόλησής τους - μπορούν να απευθύνουν αίτηση στην αρμόδια αρχή υπό τους ίδιους όρους όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι. Όμως, οι δικαστικές διαφορές μεταξύ των τελευταίων και του Οργάνου δεν θα πρέπει να εισάγονται ούτε στο Πρωτοδικείο ούτε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αλλά στην αρμόδια δικαστική αρχή δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στον τόπο όπου ο τοπικός υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του. (Άρθρο 81 ΚΛΠ)

3. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ή για τα πρόσωπα που υπάγονται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, η ΑΑΣΣ (Αρμόδια Αρχή για τη Σύναψη των Συμβάσεων Απασχόλησης).

4. Καθώς κατ των άρθρων 46, 73 και 83 του καθεστώτος που εφαρμόζεται επί του λοιπού προσωπικού, όσον αφορά τους έκτακτους και επικουρικούς υπαλλήλους και τους ειδικούς συμβούλους.

5. Στην περίπτωση αποφάσεως που ελήφθη από εξεταστική επιτροπή διαγωνισμού, η αμφισβήτησή της μπορεί να γίνει απευθείας με προσφυγή στο Πρωτοδικείο.

6. Οι τοπικοί υπάλληλοι - εφόσον προβλέπεται από τις ρυθμίσεις που καθορίζουν τους όρους απασχόλησής τους - μπορούν να απευθύνουν ένσταση στην αρμόδια αρχή υπό τους ίδιους όρους όπως και οι μόνιμοι υπάλληλοι. Όμως, οι δικαστικές διαφορές μεταξύ των τελευταίων και του Οργάνου δεν θα πρέπει να εισάγονται ούτε στο Πρωτοδικείο ούτε στο Δικαστήριο των Ευρωπαϊκών Κοινοτήτων, αλλά στην αρμόδια δικαστική αρχή δυνάμει της νομοθεσίας που ισχύει στον τόπο όπου ο τοπικός υπάλληλος ασκεί τα καθήκοντά του. (Άρθρο 81 ΚΛΠ).

7. Η αρμόδια για τους διορισμούς αρχή (ή για τα πρόσωπα που υπάγονται στο καθεστώς που εφαρμόζεται στο λοιπό προσωπικό, η ΑΑΣΣ (Αρμόδια Αρχή για τη Σύναψη των Συμβάσεων Απασχόλησης).

8. Καταρχήν, το μέλος της Επιτροπής που είναι επιφορτισμένο με τα θέματα προσωπικού είναι αρμόδιο σε περίπτωση αρνητικής απάντησης και ο Γενικός Διευθυντής προσωπικού και διοίκησης σε περίπτωση θετικής απάντησης.
 

Sommaire  
Auteur : Personnel et Administration
Direction B.2 : Fonction publique européenne - Statut et discipline

Editeur : Personnel et Administration
Direction C : Ateliers de reproduction

Page créée le 17/09/2001 10:27:30, dernière modification le 18/09/2001 14:58:52